Κανένας, φυσικά, δεν μπορεί να μένει αδιάφορος με το γεγονός της πρόσβασης σε δεκάδες ΤΕΙ υποψηφίων που δεν μπορούν να γράψουν περισσότερο από 1, 2, 3, ακόμη και 5μονάδες στην κλίμακα του 20. Παράλληλα, για να μην κρυβόμαστε, οφείλουμε να δεχθούμε ότι υπάρχει πρόβλημα, που ακριβώς τόσο η καθιέρωση της βάσης του 10 όσο και η τυπική κατάργησή της ήρθαν όχι να το φωτίσουν και να επιχειρήσουν μια λύση, αλλά να το καλύψουν, να το θάψουν στη σκιά της. Χρειάζεται να το πούμε από την αρχή. Η λευκή κόλλα εισόδου συνδέεται με ένα νήμα με το «λευκό» πτυχίο εξόδου, καθώς οι εξευτελιστικές βαθμολογίες δεν είναι παρά η απάντηση στα απαξιωμένα ΤΕΙ που έχουν γνωστικό αντικείμενο τιποτολογίας, υποδομές Ζιμπάμπουε, επαγγελματικά δικαιώματα ανύπαρκτα και εικονικές επαγγελματικές προοπτικές.
Ας δούμε, όμως, τα πράγματα με μια σειρά
Είναι αποκλειστικά υπεύθυνη η κατάργηση της βάσης του 10 για το γεγονός ότι υπάρχουν υποψήφιοι (μερικές χιλιάδες) που εισάγονται με πολύ μικρές βαθμολογίες στα ΤΕΙ; Νομίζουμε ότι τα πράγματα είναι περισσότερο σύνθετα και ας εξηγηθούμε. Είχαμε επισημάνει με άλλη ευκαιρία ότι φέτος υπήρξαν περίπου 94.000 γραπτά (δηλαδή το 1 στα 6 γραπτά των Πανελλαδικών εξετάσεων) που βαθμολογήθηκαν 0-5, δηλαδή μιλάμε ουσιαστικά για 94.000 λευκές κόλλες. Μαζί τους άλλα περίπου 116.000 γραπτά (δηλαδή περισσότερο από 1 στα 5) βαθμολογήθηκαν με βαθμολογία μικρότερη του 10. Με άλλα λόγια, ένας στους τρεις υποψήφιους έγραψε φέτος κάτω από τη βάση και από αυτούς περίπου οι μισοί έδωσαν σχεδόν λευκή κόλλα! Την ίδια ώρα, στην αντίπερα όχθη, 88.000 περίπου γραπτά βαθμολογήθηκαν με άριστα (18-20). Μιλάμε για ένα μεγάλο αγεφύρωτο χάσμα. Χάσμα στις βαθμολογίες (10.500 αριστούχοι από τη μια και 30.000 υποψήφιοι κάτω από τη βάση από την άλλη), στους υποψήφιους και στις βάσεις (από 868 μέχρι 19.453), χάσμα στις προσδοκίες! Άλογα κούρσας και ουραγοί! Παράδοξο και πρωτότυπο; Η αλήθεια είναι ότι τα τελευταία χρόνια αυτή η κατάσταση παγιώνεται.
Τι συμβαίνει;
Σαν να αντανακλά η ίδια η κοινωνία πάνω στην κίνηση των βάσεων. Μια κοινωνία όπου οι φτωχοί γίνονται φτωχότεροι και οι πλούσιοι πλουσιότεροι. Και στη μέση σμπαραλιασμένα τα μεσαία στρώματα. Από την άλλη φαίνεται καθαρά ότι έχει συντελεστεί αθέατα αλλά σταθερά μια σημαντική αλλαγή στους υποψήφιους. Δίπλα στα «άλογα κούρσας» με τα 18άρια και τα 19άρια που τινάζουν τις βάσεις στον αέρα διαμορφώνονται οι ουραγοί, μια μεγάλη ομάδα (ίσως η μεγαλύτερη μετά τη μεταπολίτευση) παιδιών, κυρίως από τα λαϊκά στρώματα (γόνοι αγροτών, εργατών, μικροϋπαλλήλων κ.λπ.) οι οποίοι έχουν γυρίσει την πλάτη στη σχολική εκπαίδευση σαν απάντηση στο γεγονός ότι η τελευταία δεν έχει πλέον να τους προσφέρει αυτό που απλόχερα, στο πεδίο των επαγγελματικών προοπτικών, πρόσφερε στο παρελθόν.
Το τέλος της κινητικότητας σβήνει τις προσδοκίες
Πριν από περίπου 30 χρόνια, την ακαδημαϊκή χρονιά 1981/82, σύμφωνα με τις αντιλήψεις της συντριπτικής πλειοψηφίας των φοιτητών-τριών που απάντησαν στην ερώτηση «νομίζετε ότι στη σημερινή ελληνική κοινωνία τα άτομα έχουν τη δυνατότητα να μεταπηδούν σε μια κοινωνική τάξη ανώτερη από αυτή στην οποία βρίσκονται οι γονείς τους;» η καταφατική απάντηση συγκέντρωσε συνολικά το 95% των φοιτητών/τριών. Στην ερώτηση «με ποιους τρόπους επιτυγχάνεται η κοινωνική άνοδος στη σημερινή ελληνική κοινωνία;» φοιτητές και φοιτήτριες θεωρούσαν, την περίοδο αυτή, τη μόρφωση κύριο μέσο κοινωνικής ανόδου, εννοώντας, βέβαια ότι οι πανεπιστημιακές σπουδές, ειδικότερα, συντελούν στην κοινωνική άνοδο.
Πρόκειται, βέβαια, για πεποίθηση που «χρώσταγε» τα οικοδομικά υλικά του σχηματισμού της σε εκείνη την περίοδο (και ακόμη προγενέστερα) στην οποία, πράγματι, η εκπαίδευση διαδραμάτισε αποφασιστικό ρόλο στην ένταξη εκατοντάδων χιλιάδων νέων από όλα τα κοινωνικά στρώματα στις πολλαπλές νέες θέσεις εργασίας που «αναφύονταν» κατά χιλιάδες. Οι πανεπιστημιακοί τίτλοι και τα διπλώματα αποκτούν την ίδια περίοδο τη λειτουργία που είχαν παλαιότερα οι «τίτλοι ευγενείας» για την κατάληψη μιας ευνοημένης επαγγελματικής θέσης και φυσικά μαγνητίζουν, ιδιαίτερα, εκείνα τα τμήματα του πληθυσμού που προσπαθούν να «σπρώξουν» τα παιδιά τους -μέσω της εκπαίδευσης- στην «άλλη» πλευρά του λόφου, εκεί όπου απουσιάζει η χειρωνακτική εργασία, η ανασφάλεια και τα χαμηλά εισοδήματα.
Η εκπαίδευση για τους φτωχούς και μεσαίους αγρότες της εποχής ήταν μια επένδυση για τα παιδιά τους προστατευμένη από τον πληθωρισμό, που φλόγιζε την ελπίδα να τα δουν να περάσουν στην άλλη όχθη, στα μεσαία και ανώτερα στρώματα. «Να φύγει», «να σπουδάσει», «να γίνει δάσκαλος, γιατρός, καθηγητής, δημόσιος υπάλληλος», «χορτάρι να βοσκήσω, αλλά να σπουδάσει». Η ιδεολογία της κοινωνικής ανόδου αποκτά αυτή την περίοδο μια άνευ προηγουμένου εμβέλεια.
Εικοσιοκτώ χρόνια αργότερα, σήμερα, τα πράγματα έχουν αλλάξει σημαντικά. Μιλάμε για ανατροπή στις καταστάσεις, στα δεδομένα και στις πεποιθήσεις. Το «κλειδί του παραδείσου», το Πανεπιστήμιο, που την προηγούμενη περίοδο πρόβαλε σαν το σκαλοπάτι που έπρεπε ν' ανέβουν τα παιδιά των λαϊκών οικογενειών για να "αποκατασταθούν - εξασφαλιστούν", δεν υπάρχει πια. Τα πτυχία έχουν χάσει την αποτελεσματικότητα που είχαν στο παρελθόν ως μέσα επαγγελματικής προώθησης, καθώς η ολοένα και αυξανόμενη ανεργία «σαρώνει» όλων των ειδών τους τίτλους, ιδιαίτερα όταν δεν συνοδεύονται από υψηλή καταγωγή, «δίκτυο σχέσεων - γνωριμιών» και «κληρονομικά δικαιώματα».
Ακόμη παραπέρα. Σε αντίθεση με το παρελθόν, όχι μόνο το παιδί μιας εργατικής ή αγροτικής οικογένειας με το πτυχίο της φιλολογίας ή κάποιου τμήματος του Παντείου ή της Νομικής δεν έχει εγγυημένη επαγγελματική προοπτική, αλλά και το παιδί μιας οικογένειας εκπαιδευτικών ή δημοσίων υπαλλήλων ή μικροεμπόρων με το πτυχίο στο χέρι είναι πιθανόν να έχει καθοδική κοινωνική κινητικότητα, να βρεθεί, δηλαδή, σε χειρότερη θέση επαγγελματικά, κοινωνικά, οικονομικά από τους γονείς του, οι οποίοι είχαν πετύχει ανοδική κοινωνική τροχιά στην προηγούμενη γενιά.
Είναι απαραίτητο να σημειώσουμε εδώ ότι αυτή η πραγματικότητα σημαίνει και την αναίρεση οποιασδήποτε εγγυημένης δυνατότητας ανοδικής κοινωνικής κινητικότητας μέσα από την πρόσβαση στον εκπαιδευτικό μηχανισμό, γεγονός που οδηγεί στη σταδιακή διάλυση των παραδοσιακών αντιλήψεων που συγκροτούνταν γύρω από τον εκπαιδευτικό μηχανισμό. Ακυρώνεται έτσι ένα ολόκληρο φάσμα κοινωνικών προσδοκιών, συγκροτημένο εδώ και αρκετές δεκαετίες για τη δυνατότητα εργασιακής απασχόλησης μέσα από την πρόσβαση στην εκπαίδευση και τα διαπιστευτήριά της. Οι προσδοκίες, βέβαια, αυτές την τελευταία 15ετία δέχθηκαν απανωτά χτυπήματα από την εργασιακή αβεβαιότητα, την ετεροαπασχόληση, την υποαπασχόληση, τη μισθολογική υποβάθμιση.
Κάτι για το τέλος, για να μην ξεχνιόμαστε. Η μπαταρία που φόρτιζε, την πρώτη μεταπολιτευτική δεκαετία, τη σχέση με το σχολείο και τη γνώση των παιδιών από τα λαϊκά στρώματα είχε δυο πόλους: Ο ένας πόλος συνδεόταν με το γεγονός ότι η αριστερά είχε διεισδύσει βαθιά στη νεολαία και μαζί είχε διεισδύσει και η καλή της σχέση με τα «γράμματα». Ένα μεγάλο τμήμα των μαθητών της περιόδου εκείνης, όσοι κατάφερναν και ξέφευγαν από τους φανερούς και ενισχυμένους ταξικούς φραγμούς, θεωρούσαν τη γνώση δύναμη ανατροπής που συνδεόταν με ένα νήμα με τα «πληθωριστικά» όνειρα για αλλαγή του κόσμου. Γι' αυτό ένα μεγάλο τμήμα τους θριάμβευε σχολικά.
Ο άλλος πόλος συνδεόταν με το γεγονός ότι οι εκπαιδευτικοί τίτλοι οδηγούσαν κατευθείαν σε εργασία. Αυτό πριμοδοτούσε τις προσδοκίες, καθώς «άναβε» το πράσινο φως για «επαγγελματική αποκατάσταση» σε ένα τοπίο κοινωνικής κινητικότητας.
Σήμερα; Οι αριστερές ιδέες εδώ και χρόνια είναι ακόμη αδύναμες μέσα στη νεολαία και μαζί η εμπιστοσύνη για τη γνώση. Την ίδια στιγμή, η διευρυμένη ανεργία των πτυχιούχων και το «βάθος» των μισθών αφοπλίζουν τις διαθέσεις και σβήνουν τις προσδοκίες.
Μια κουβέντα για τη βάση του 10
Για να μην αποκτήσει η κατάργηση της βάσης του δέκα εισαγωγικά, για να μη γίνει «ένα αδειανό πουκάμισο», πρέπει να συνοδευτεί και με υποστηρικτικά μέτρα: πρώτον, να δημιουργηθούν οι όροι έτσι ώστε το σχολείο να μαθαίνει όλα τα παιδιά γράμματα. Αυτό είναι ευθύνη της οικονομικής πολιτικής, της κοινωνικής πολιτικής, της εκπαιδευτικής πολιτικής και της σχολικής εκπαίδευσης. Δεύτερον, οι τριτοβάθμιες σχολές να αποκτήσουν γερή δημόσια χρηματοδότηση, υποδομές και στέρεο γνωστικό αντικείμενο ώστε να δικαιολογούν τον τίτλο τους. Γιατί αν ο υποψήφιος δεν έχει στοιχειώδη υποδομή γνώσεων, τότε είναι σίγουρο ότι θα είναι «λίγα τα ψωμιά του» στην τριτοβάθμια εκπαίδευση λίγο κιόλας μετά την είσοδό του σ΄ αυτή. Αν πάλι οι σχολές δεν έχουν φοιτητική μέριμνα, έτσι ώστε ο υποψήφιος που εισάγεται εκτός τόπου μόνιμης κατοικίας να μη χρειάζεται ένα μισθό για να επιβιώσει, τότε πάλι είτε με τη βάση του 10 είτε με την κατάργησή της η «έξοδος» θα είναι αναπότρεπτη.
Ας δούμε, όμως, τα πράγματα με μια σειρά
Είναι αποκλειστικά υπεύθυνη η κατάργηση της βάσης του 10 για το γεγονός ότι υπάρχουν υποψήφιοι (μερικές χιλιάδες) που εισάγονται με πολύ μικρές βαθμολογίες στα ΤΕΙ; Νομίζουμε ότι τα πράγματα είναι περισσότερο σύνθετα και ας εξηγηθούμε. Είχαμε επισημάνει με άλλη ευκαιρία ότι φέτος υπήρξαν περίπου 94.000 γραπτά (δηλαδή το 1 στα 6 γραπτά των Πανελλαδικών εξετάσεων) που βαθμολογήθηκαν 0-5, δηλαδή μιλάμε ουσιαστικά για 94.000 λευκές κόλλες. Μαζί τους άλλα περίπου 116.000 γραπτά (δηλαδή περισσότερο από 1 στα 5) βαθμολογήθηκαν με βαθμολογία μικρότερη του 10. Με άλλα λόγια, ένας στους τρεις υποψήφιους έγραψε φέτος κάτω από τη βάση και από αυτούς περίπου οι μισοί έδωσαν σχεδόν λευκή κόλλα! Την ίδια ώρα, στην αντίπερα όχθη, 88.000 περίπου γραπτά βαθμολογήθηκαν με άριστα (18-20). Μιλάμε για ένα μεγάλο αγεφύρωτο χάσμα. Χάσμα στις βαθμολογίες (10.500 αριστούχοι από τη μια και 30.000 υποψήφιοι κάτω από τη βάση από την άλλη), στους υποψήφιους και στις βάσεις (από 868 μέχρι 19.453), χάσμα στις προσδοκίες! Άλογα κούρσας και ουραγοί! Παράδοξο και πρωτότυπο; Η αλήθεια είναι ότι τα τελευταία χρόνια αυτή η κατάσταση παγιώνεται.
Τι συμβαίνει;
Σαν να αντανακλά η ίδια η κοινωνία πάνω στην κίνηση των βάσεων. Μια κοινωνία όπου οι φτωχοί γίνονται φτωχότεροι και οι πλούσιοι πλουσιότεροι. Και στη μέση σμπαραλιασμένα τα μεσαία στρώματα. Από την άλλη φαίνεται καθαρά ότι έχει συντελεστεί αθέατα αλλά σταθερά μια σημαντική αλλαγή στους υποψήφιους. Δίπλα στα «άλογα κούρσας» με τα 18άρια και τα 19άρια που τινάζουν τις βάσεις στον αέρα διαμορφώνονται οι ουραγοί, μια μεγάλη ομάδα (ίσως η μεγαλύτερη μετά τη μεταπολίτευση) παιδιών, κυρίως από τα λαϊκά στρώματα (γόνοι αγροτών, εργατών, μικροϋπαλλήλων κ.λπ.) οι οποίοι έχουν γυρίσει την πλάτη στη σχολική εκπαίδευση σαν απάντηση στο γεγονός ότι η τελευταία δεν έχει πλέον να τους προσφέρει αυτό που απλόχερα, στο πεδίο των επαγγελματικών προοπτικών, πρόσφερε στο παρελθόν.
Το τέλος της κινητικότητας σβήνει τις προσδοκίες
Πριν από περίπου 30 χρόνια, την ακαδημαϊκή χρονιά 1981/82, σύμφωνα με τις αντιλήψεις της συντριπτικής πλειοψηφίας των φοιτητών-τριών που απάντησαν στην ερώτηση «νομίζετε ότι στη σημερινή ελληνική κοινωνία τα άτομα έχουν τη δυνατότητα να μεταπηδούν σε μια κοινωνική τάξη ανώτερη από αυτή στην οποία βρίσκονται οι γονείς τους;» η καταφατική απάντηση συγκέντρωσε συνολικά το 95% των φοιτητών/τριών. Στην ερώτηση «με ποιους τρόπους επιτυγχάνεται η κοινωνική άνοδος στη σημερινή ελληνική κοινωνία;» φοιτητές και φοιτήτριες θεωρούσαν, την περίοδο αυτή, τη μόρφωση κύριο μέσο κοινωνικής ανόδου, εννοώντας, βέβαια ότι οι πανεπιστημιακές σπουδές, ειδικότερα, συντελούν στην κοινωνική άνοδο.
Πρόκειται, βέβαια, για πεποίθηση που «χρώσταγε» τα οικοδομικά υλικά του σχηματισμού της σε εκείνη την περίοδο (και ακόμη προγενέστερα) στην οποία, πράγματι, η εκπαίδευση διαδραμάτισε αποφασιστικό ρόλο στην ένταξη εκατοντάδων χιλιάδων νέων από όλα τα κοινωνικά στρώματα στις πολλαπλές νέες θέσεις εργασίας που «αναφύονταν» κατά χιλιάδες. Οι πανεπιστημιακοί τίτλοι και τα διπλώματα αποκτούν την ίδια περίοδο τη λειτουργία που είχαν παλαιότερα οι «τίτλοι ευγενείας» για την κατάληψη μιας ευνοημένης επαγγελματικής θέσης και φυσικά μαγνητίζουν, ιδιαίτερα, εκείνα τα τμήματα του πληθυσμού που προσπαθούν να «σπρώξουν» τα παιδιά τους -μέσω της εκπαίδευσης- στην «άλλη» πλευρά του λόφου, εκεί όπου απουσιάζει η χειρωνακτική εργασία, η ανασφάλεια και τα χαμηλά εισοδήματα.
Η εκπαίδευση για τους φτωχούς και μεσαίους αγρότες της εποχής ήταν μια επένδυση για τα παιδιά τους προστατευμένη από τον πληθωρισμό, που φλόγιζε την ελπίδα να τα δουν να περάσουν στην άλλη όχθη, στα μεσαία και ανώτερα στρώματα. «Να φύγει», «να σπουδάσει», «να γίνει δάσκαλος, γιατρός, καθηγητής, δημόσιος υπάλληλος», «χορτάρι να βοσκήσω, αλλά να σπουδάσει». Η ιδεολογία της κοινωνικής ανόδου αποκτά αυτή την περίοδο μια άνευ προηγουμένου εμβέλεια.
Εικοσιοκτώ χρόνια αργότερα, σήμερα, τα πράγματα έχουν αλλάξει σημαντικά. Μιλάμε για ανατροπή στις καταστάσεις, στα δεδομένα και στις πεποιθήσεις. Το «κλειδί του παραδείσου», το Πανεπιστήμιο, που την προηγούμενη περίοδο πρόβαλε σαν το σκαλοπάτι που έπρεπε ν' ανέβουν τα παιδιά των λαϊκών οικογενειών για να "αποκατασταθούν - εξασφαλιστούν", δεν υπάρχει πια. Τα πτυχία έχουν χάσει την αποτελεσματικότητα που είχαν στο παρελθόν ως μέσα επαγγελματικής προώθησης, καθώς η ολοένα και αυξανόμενη ανεργία «σαρώνει» όλων των ειδών τους τίτλους, ιδιαίτερα όταν δεν συνοδεύονται από υψηλή καταγωγή, «δίκτυο σχέσεων - γνωριμιών» και «κληρονομικά δικαιώματα».
Ακόμη παραπέρα. Σε αντίθεση με το παρελθόν, όχι μόνο το παιδί μιας εργατικής ή αγροτικής οικογένειας με το πτυχίο της φιλολογίας ή κάποιου τμήματος του Παντείου ή της Νομικής δεν έχει εγγυημένη επαγγελματική προοπτική, αλλά και το παιδί μιας οικογένειας εκπαιδευτικών ή δημοσίων υπαλλήλων ή μικροεμπόρων με το πτυχίο στο χέρι είναι πιθανόν να έχει καθοδική κοινωνική κινητικότητα, να βρεθεί, δηλαδή, σε χειρότερη θέση επαγγελματικά, κοινωνικά, οικονομικά από τους γονείς του, οι οποίοι είχαν πετύχει ανοδική κοινωνική τροχιά στην προηγούμενη γενιά.
Είναι απαραίτητο να σημειώσουμε εδώ ότι αυτή η πραγματικότητα σημαίνει και την αναίρεση οποιασδήποτε εγγυημένης δυνατότητας ανοδικής κοινωνικής κινητικότητας μέσα από την πρόσβαση στον εκπαιδευτικό μηχανισμό, γεγονός που οδηγεί στη σταδιακή διάλυση των παραδοσιακών αντιλήψεων που συγκροτούνταν γύρω από τον εκπαιδευτικό μηχανισμό. Ακυρώνεται έτσι ένα ολόκληρο φάσμα κοινωνικών προσδοκιών, συγκροτημένο εδώ και αρκετές δεκαετίες για τη δυνατότητα εργασιακής απασχόλησης μέσα από την πρόσβαση στην εκπαίδευση και τα διαπιστευτήριά της. Οι προσδοκίες, βέβαια, αυτές την τελευταία 15ετία δέχθηκαν απανωτά χτυπήματα από την εργασιακή αβεβαιότητα, την ετεροαπασχόληση, την υποαπασχόληση, τη μισθολογική υποβάθμιση.
Κάτι για το τέλος, για να μην ξεχνιόμαστε. Η μπαταρία που φόρτιζε, την πρώτη μεταπολιτευτική δεκαετία, τη σχέση με το σχολείο και τη γνώση των παιδιών από τα λαϊκά στρώματα είχε δυο πόλους: Ο ένας πόλος συνδεόταν με το γεγονός ότι η αριστερά είχε διεισδύσει βαθιά στη νεολαία και μαζί είχε διεισδύσει και η καλή της σχέση με τα «γράμματα». Ένα μεγάλο τμήμα των μαθητών της περιόδου εκείνης, όσοι κατάφερναν και ξέφευγαν από τους φανερούς και ενισχυμένους ταξικούς φραγμούς, θεωρούσαν τη γνώση δύναμη ανατροπής που συνδεόταν με ένα νήμα με τα «πληθωριστικά» όνειρα για αλλαγή του κόσμου. Γι' αυτό ένα μεγάλο τμήμα τους θριάμβευε σχολικά.
Ο άλλος πόλος συνδεόταν με το γεγονός ότι οι εκπαιδευτικοί τίτλοι οδηγούσαν κατευθείαν σε εργασία. Αυτό πριμοδοτούσε τις προσδοκίες, καθώς «άναβε» το πράσινο φως για «επαγγελματική αποκατάσταση» σε ένα τοπίο κοινωνικής κινητικότητας.
Σήμερα; Οι αριστερές ιδέες εδώ και χρόνια είναι ακόμη αδύναμες μέσα στη νεολαία και μαζί η εμπιστοσύνη για τη γνώση. Την ίδια στιγμή, η διευρυμένη ανεργία των πτυχιούχων και το «βάθος» των μισθών αφοπλίζουν τις διαθέσεις και σβήνουν τις προσδοκίες.
Μια κουβέντα για τη βάση του 10
Για να μην αποκτήσει η κατάργηση της βάσης του δέκα εισαγωγικά, για να μη γίνει «ένα αδειανό πουκάμισο», πρέπει να συνοδευτεί και με υποστηρικτικά μέτρα: πρώτον, να δημιουργηθούν οι όροι έτσι ώστε το σχολείο να μαθαίνει όλα τα παιδιά γράμματα. Αυτό είναι ευθύνη της οικονομικής πολιτικής, της κοινωνικής πολιτικής, της εκπαιδευτικής πολιτικής και της σχολικής εκπαίδευσης. Δεύτερον, οι τριτοβάθμιες σχολές να αποκτήσουν γερή δημόσια χρηματοδότηση, υποδομές και στέρεο γνωστικό αντικείμενο ώστε να δικαιολογούν τον τίτλο τους. Γιατί αν ο υποψήφιος δεν έχει στοιχειώδη υποδομή γνώσεων, τότε είναι σίγουρο ότι θα είναι «λίγα τα ψωμιά του» στην τριτοβάθμια εκπαίδευση λίγο κιόλας μετά την είσοδό του σ΄ αυτή. Αν πάλι οι σχολές δεν έχουν φοιτητική μέριμνα, έτσι ώστε ο υποψήφιος που εισάγεται εκτός τόπου μόνιμης κατοικίας να μη χρειάζεται ένα μισθό για να επιβιώσει, τότε πάλι είτε με τη βάση του 10 είτε με την κατάργησή της η «έξοδος» θα είναι αναπότρεπτη.
Δημοσιεύτηκε στην "Αυγή" της Κυριακής 29/8/2010
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου