11 Σεπτεμβρίου 2008

Για την εγκύκλιο προγραμματισμού

Τι ετοιμάζουν για τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση;

Το γεγονός της έκδοσης, από το ΥΠΕΠΘ, μιας σημαντικής εγκυκλίου στο «παρά ένα» της σχολικής χρονιάς, δηλαδή σε χρόνο που δεν επιτρέπει αντιδράσεις από πλευράς εκπαιδευτικών, δημιουργεί από μόνο του, την εικόνα ενός Υπουργείου που μεθοδεύει σε βάρος των εκπαιδευτικών.
Το περιεχόμενο της εγκυκλίου κάνει, όμως, τα πράγματα ακόμη πιο σοβαρά:
  1. Απαιτεί συγκρότηση τμημάτων με το μέγιστο αριθμό μαθητών (δηλαδή 30 μαθητές ανά τμήμα).
  2. Απαιτεί κατάρτιση και υποβολή του λεγόμενου «Προγραμματισμού σχολικού έργου».
  3. Προβλέπει χρησιμοποίηση υπεράριθμων εκπαιδευτικών της Δευτεροβάθμιας για την κάλυψη διδακτικών αναγκών της Πρωτοβάθμιας.
Οι άμεσες συνέπειες απ’ την εφαρμογή των παραπάνω διατάξεων πλήττουν σοβαρά τόσο τους εκπαιδευτικούς στο επίπεδο του εργασιακού τους καθεστώς όσο και την ίδια την ουσία του Συστήματος Εκπαίδευσης, δηλαδή τη διαδικασία της μάθησης. Πλήττει, επομένως, και τους ίδιους τους μαθητές.
Σταχυολογώντας μερικές απ’ τις συνέπειες αυτές, αναφέρουμε:
  1. Δημιουργούνται εκπαιδευτικοί σταθερά υπεράριθμοι που θα τυγχάνουν «ελαστικής» μεταχείρισης για να καλύπτονται ανάγκες «από δω κι από ‘κει» (βλ. πέρασμα στην Πρωτοβάθμια ή την ΠΔΣ σήμερα, ή όπου αλλού αύριο). Αυτό αποτελεί ένα ακόμη χτύπημα της εργασιακής ασφάλειας και σταθερότητας, όχι μόνον για τους σημερινούς «περισσευούμενους» αλλά για το σύνολο των εκπαιδευτικών, αφού αν κάτι τέτοιο εφαρμοστεί, τότε θα υπάρχει «προηγούμενο» για τις μελλοντικές ορέξεις του υπουργείου.
  2. Η διδασκαλία του μαθήματος γίνεται δυσκολότερη ενώ παράλληλα ακυρώνεται κι η όποια δυνατότητα βελτίωσης του μαθησιακού αποτελέσματος. Οδηγούμαστε, με μαθηματική ακρίβεια, σε μια δραματική υποβάθμιση της Εκπαίδευσης. Και αν για τα τμήματα των 30 μαθητών δεν χρειάζεται πολλή επιχειρηματολογία, ο ατομικός προγραμματισμός της ύλης μπορεί να αντιμετωπίζεται με μια εύκολη πρώτη ανάγνωση ως «κάτι θετικό». Είναι όμως έτσι; Μιλώντας συγκεκριμένα για το Αναλυτικό Πρόγραμμα, θα λέγαμε ότι είναι ένα γενικό περίγραμμα που παίρνει σάρκα και οστά μέσα από τη ζωντανή σχέση καθηγητή-μαθητών. Κι έτσι θεωρούμε ότι πρέπει να παραμείνει. Η υποχρέωση της υλοποίησης της ογκώδους ύλης του μέσα από τον αναλυτικό προγραμματισμό οδηγεί στην εντατικοποίηση, στην απλή παρουσίαση της ύλης, στο κυνηγητό της σελίδας. Μέσα σ’ αυτά τα ασφυκτικά πλαίσια ο στόχος του καθηγητή αντί να είναι οι μαθησιακές ανάγκες των μαθητών, καταντά αγώνας δρόμου για να εκπληρώσει «το τι έχει καταθέσει». Ο πολύτιμος χρόνος για επανάληψη, για κατανόηση και αφομοίωση θεμελιωδών σημείων της ύλης, για διατύπωση και απάντηση αποριών, για διόρθωση ασκήσεων και εργασιών, για επίλυση μαθησιακών προβλημάτων δεν υπάρχει. Ο έλεγχος του ρυθμού της ύλης αποκλείει οποιαδήποτε δημιουργική πρωτοβουλία του καθηγητή, η διδασκαλία τυποποιείται. Ακόμα ο προγραμματισμός, από τώρα, των τεστ και των διαγωνισμάτων αφαιρεί τη δυνατότητα του καθηγητή να ορίζει αυτός πότε είναι αναγκαία για τους μαθητές έτσι ώστε να αποκρυσταλλωθούν σ’ αυτά η πρόοδος αλλά και τα λάθη και οι αδυναμίες για να μπορέσει μετά να κατευθύνει το μάθημα στη σωστή πορεία. Μέσα σ’ αυτά τα πλαίσια όπου περιορίζονται δραματικά τα περιθώρια παιδαγωγικής - μαθησιακής παρέμβασης από τον καθηγητή, ο μαθητής αφήνεται να καλύψει μόνος του το κενό. Αν όμως ο μαθητής δεν μπορεί λόγω της κοινωνικής του θέσης και της αντίστοιχης οικονομικής του δυνατότητας, τότε ποιος θα φταίει; Επομένως, ένα «δημοσιοϋπαλληλίστικο» χαρτί είναι ίσως εύκολο να γραφτεί. Υπάρχουν και οι «πλούσιες» οδηγίες του βιβλίου του καθηγητή. Καλές λοιπόν οι θεωρητικές συμβουλές και οι παρατηρήσεις αλλά για το ρυθμό, το περιεχόμενο και τον προγραμματισμό της διδασκαλίας τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο δικαιωματικά τον έχουν όσοι διδάσκουν και ξέρουν την τάξη με τις ανάγκες και τα προβλήματά της και κανένας άλλος.
  3. Ενοχοποιείται το έργο των εκπαιδευτικών ως η βασική αιτία για την κακή —κατά κοινή ομολογία— κατάσταση στην εκπαίδευση. Με τα «αξιολογικά εργαλεία» που σιγά­­­­­–σιγά εισάγονται (όπως για παράδειγμα ο «Προγραμματισμός Διδακτικού Έργου») το ΥΠΕΠΘ αποκτά τη δυνατότητα να πλάθει αξιολογήσεις και —μέσα απ’ αυτές— και μια εικόνα χαμηλών «επιδόσεων» των εκπαιδευτικών. Θα μπορεί έτσι, πιο εύκολα και πιο αποδοτικά απ’ ό,τι πρωτύτερα, να δημιουργεί στη μέση συνείδηση την αντίληψη ότι η ευθύνη (τουλάχιστον η κύρια) βαρύνει του εκπαιδευτικούς (βλ. χαμηλές επιδόσεις) κι όχι το Υπουργείο (βλ. εκπαιδευτική πολιτική). Θα μπορεί, επίσης, να χρησιμοποιεί την «εικόνα» χαμηλών επιδόσεων για να δικαιολογεί την όποια εισοδηματική συμπίεση θέλει, κάθε φορά, να επιβάλλει στους εκπαιδευτικούς ή την όποια χειραγώγηση και έλεγχο στα στελέχη της εκπαίδευσης.
Όλα αυτά, βέβαια, δεν τα κάνει, από μόνη της, μία εγκύκλιος. Τα κάνει η εκπαιδευτική πολιτική του ΥΠΕΠΘ, κομμάτι της οποίας είναι βέβαια και η εν λόγω εγκύκλιος. Είναι, όμως, πολύ σημαντικές οι αλλαγές που προβλέπει, κι είναι επίσης πολύ ύποπτος ο τρόπος με τον οποίο το ΥΠΕΠΘ προσπαθεί να την περάσει χωρίς αντιδράσεις. Αν τα καταφέρει, δε θα είναι για το συμφέρον μας ούτε για το συμφέρων των μαθητών μας.

Για όλα τα παραπάνω, η ΕΛΜΕ Ρεθύμνου, σύμφωνα και με τις αποφάσεις της ΟΛΜΕ, καλεί τους συλλόγους και κάθε εκπαιδευτικό να μην εφαρμόσουν την εγκύκλιο αλλά αντίθετα να αναζητήσουμε συλλογικά τρόπους για να επιτύχουμε την απόσυρσή της.

Δεν υπάρχουν σχόλια: